Αθήνα 22 Νοεμβρίου 2017
Βασικές αρχές της παιδείας στην Αρχαία Ελλάδα
με αναφορές στην σύγχρονη εποχή
(Ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων από τον κ. Νικόλαο Ραγκούση, Φιλόλογο, πρώην Πάρεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου)
Δεν είναι πολλά χρόνια, που επικρατούσε ακόμη στην κοινή γνώμη η πεποίθηση ότι ο νέος άνθρωπος πηγαίνει στο σχολείο και αργότερα στο πανεπιστήμιο, για να μάθει γράμματα και να γίνει άνθρωπος. Και αυτό που έλεγε με απλά λόγια ο πολύς κόσμος, το επεσήμανε και επιστημονικά ο κράτιστος των φιλολόγων του 20ου αιώνα Γερμανός WERNER JAEGER λέγοντας: «Η πνευματική αρχή των Ελλήνων δεν είναι η ατομοκρατία αλλά ο ανθρωπισμός, που σημαίνει την αγωγή του ανθρώπου προς την αληθινή του μορφή», προς την κατάκτηση δηλαδή της ανθρωπιάς του.
Και είναι φανερό ότι μ’ αυτή την λέξη εννοούμε πολύ περισσότερα πράγματα από την κατάρτιση στα γράμματα γενικά και τις επιστήμες ειδικότερα. Η ανθρωπιά, πράγματι, περιέχει και την αγωγή και την ευγένεια και την αξιοπρέπεια και την αρετή και τον πολιτισμό. Με αυτήν γίνεται ο άνθρωπος το χαριτωμένο εκείνο πλάσμα, για το οποίο ο Μένανδρος, ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας του 4ου π.Χ. αιώνα, αναφώνησε: «Ως χαρίεν άνθρωπος, όταν άνθρωπος ᾖ», άνθρωπος δηλαδή ολοκληρωμένος, διανοητικά ψυχικά και πνευματικά.
Επομένως, η μονόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, η διάκρισή του σε ένα τομέα της ζωής ,σε μια επιστήμη, σε μια τέχνη, σ’ ένα επάγγελμα ή σε ένα άθλημα, δεν είναι αρκετή, για να του εξασφαλίσει τον επίζηλό τίτλο του μορφωμένου ανθρώπου. Αντίθετα, μας αποκαλύπτει ένα έλλειμα παιδείας, που κάνει τον απλό άνθρωπο να εξανίσταται, όταν βλέπει έναν εγγράμματο συμπολίτη του να διαπράττει αδικήματα ή να συμπεριφέρεται και να ομιλεί με αγένεια και προσβλητικά για τον συνάνθρωπό του. Σε τέτοιες περιπτώσεις ακούμε συχνά εκφράσεις αποδοκιμασίας, όπως « κρίμα τα γράμματα που έμαθες…ή κρίμα τα πτυχία σου…ή δεν ντρέπεσαι μορφωμένος άνθρωπος και να φέρεσαι έτσι;»
Αυτό το έλλειμα παιδείας, που αποκαλύπτει πόσο ευρύτερη και υψηλότερη είναι η έννοια της παιδείας από την απλή «εγγραμματοσύνη», δεν είναι σημερινό φαινόμενο. Το είχε επισημάνει παραστατικότατα ο Ισοκράτης, μεγάλος ρήτορας και φιλόσοφος της αρχαιότητας, σ’ ένα σπουδαίο πανηγυρικό του λόγο, όπου προσπαθώντας να αναδείξει τις πολλές ευεργεσίες της πόλης των Αθηναίων προς τους άλλους Έλληνες, έκανε και μια ακριβή κωδικοποίηση της παιδείας, που αξίζει να τον ακούσουμε σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση ( βλ. Ισοκράτους Παναθηναϊκός κεφ. θ26 έως και ια’)
«Την παιδεία, λοιπόν, που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας, δεν περιφρονώ καθόλου, αλλά και αυτήν που έχουμε εμείς καθιερώσει επαινώ, και εννοώ την γεωμετρία, την αστρονομία, την ρητορική, με τους αντιθετικούς λόγους της κτλ. Και τους νέους που θα επιθυμούσαν ζωηρά να σπουδάσουν αυτές τις επιστήμες, τους παρακινώ να κοπιάσουν σοβαρά, γιατί νομίζω ότι δεν θα μπορούσαν ποτέ να βρεθούν ωφελιμότερες και πιο κατάλληλες σπουδές για την μόρφωσή τους. Βλέπω όμως ότι μερικοί απ’ αυτούς, που κατέχουν τόσο τέλεια αυτές τις επιστήμες, ώστε να είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους, να μην εκμεταλλεύονται κατάλληλα τις γνώσεις τους και στις άλλες δραστηριότητες της ζωής τους να είναι πιο άμυαλοι απ’ τους μαθητές τους και , τολμώ να πω, και από τους δούλους. Και την ίδια γνώμη έχω και για τους ικανότατους ρήτορες και τους υπέροχους λογογράφους και γενικά για όλους εκείνους, που διακρίνονται στις πρακτικές τέχνες και στις επιστήμες και στην μυϊκή δύναμη. Γιατί βλέπω πολλούς απ’ αυτούς ότι ούτε τις ιδιωτικές τους υποθέσεις διεκπεραιώνουν καλώς, ούτε στις συναναστροφές τους είναι ανεκτοί από τους άλλους· και για την γνώμη των συμπολιτών τους αδιαφορούν και πολλά άλλα και μεγάλα αμαρτήματα διαπράττουν· ώστε έχω την γνώμη ότι ούτε αυτοί έχουν το ήθος του μορφωμένου ανθρώπου, για το οποίο τώρα σας μιλάω »
Και εδώ θέτει ο Ισοκράτης το καίριο ερώτημα: « Τίνας ουν καλώ πεπαι-δευμένους, επειδή τας τέχνας και τας επιστήμας και τας δυνάμεις αποδοκιμάζω; » Για να δώσει ο ίδιος αναλυτικά την απάντηση: «Πρώτον μεν αυτούς που εκμεταλ-λεύονται καλώς τις περιστάσεις, που παρουσιάζονται στην καθημερινή τους ζωή, και σχηματίζουν σωστή γνώμη για την επικαιρότητα, γνώμη που μπορεί να αντιμετωπίζει στοχαστικά το εκάστοτε συμφέρον. Έπειτα εκείνους που φέρονται καθώς πρέπει και σωστά προς όσους επικοινωνούν μαζί τους και υπομένουν μεν εύκολα και άνετα τις δυσάρεστες και απρεπείς συμπεριφορές των άλλων, ενώ οι ίδιοι συμπεριφέρονται ήπια και όπως πρέπει σε όσους συναναστρέφονται. Επιπλέον εκείνους που είναι εγκρατείς στις ηδονές και δεν καταβάλλονται πολύ από τις συμφορές, αλλά τις αντιμετωπίζουν με ανδρεία και αντάξια με την φύση μας ως ανθρώπων. Τέταρτο, που το θεωρώ και πιο σπουδαίο, εκείνους που δεν διαφθείρονται από τα ευτυχή γεγονότα, που τους συμβαίνουν, ούτε αλλάζουν τον χαρακτήρα τους ούτε παίρνουν τα μυαλά τους αέρα, αλλά παραμένουν σταθεροί στην τάξη των συνετών ανθρώπων, και δεν χαίρουν περισσότερο για τα αγαθά, που κατά τύχην απέκτησαν (ή κληρονόμησαν π.χ.), παρά για όσα απέκτησαν απ’ την αρχή με τη δική τους ικανότητα και φρονιμάδα. Και αυτούς που δεν έχουν προς ένα μόνο από αυτά, αλλά προς όλα τα παραπάνω σταθερά θετική την στάση της ψυχής τους, αυτούς θεωρώ και συνετούς και τέλειους ανθρώπους, που κατέχουν όλες τις αρετές. Αυτή την γνώμη έχω για τους πραγματικά μορφωμένους ανθρώπους.»
Οι τέσσερεις αυτές γενικές κατηγορίες συμπεριφορών και στάσεων, που συγκροτούν το ήθος του μορφωμένου ανθρώπου, έχουν ανάγκη από ένα σύντομο σχολιασμό.
Πρώτα-πρώτα τονίζεται η σωστή εκτίμηση της πραγματικότητας, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάληψη της κατάλληλης κάθε φορά ενέργειας και δράσης. Η ιατρική μας βοηθάει να καταλάβουμε την σπουδαιότητα αυτού του χαρακτηριστικού, αφού η επιτυχία κάθε θεραπείας εξαρτάται από την σωστή διάγνωση του ιατρού για την συγκεκριμένη κάθε φορά ασθένεια. Ύστερα ο Ισοκράτης υπογραμμίζει τη μεγάλη σημασία της καλής συμπεριφοράς στις σχέσεις μας με τους άλλους και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που οι πολλοί αυτό και μόνο να θεωρούν ως κύριο χαρακτηριστικό του μορφωμένου ανθρώπου. Τρίτον, το βάρος της μόρφωσης πέφτει στην ψυχική δύναμη, με την οποία αντιμετωπίζει ο άνθρωπος τόσο τις ηδονές, ώστε να μην γίνεται δούλος σ’ αυτές με ποικίλες μορφές εξάρτησης, που τον υποδουλώνουν, όσο και τις συμφορές, ώστε να μην τον εξουθενώνουν και εξουδετερώνουν έτσι κάθε δυνατότητά του για την ανάληψη της αναγκαίας δράσης. Το να διατηρήσει κανείς ακμαίο το ηθικό του απέναντι σε οποιαδήποτε καταστροφή είναι πολύ σημαντικό όχι μόνο για την επιβίωσή του, αλλά κυρίως για την ανάκαμψη και την δυναμική του αντίδραση. Ο Διονύσιος Σολωμός, στο ποίημά του «Η Ελληνίδα μητέρα » εξύμνησε αυτή τη δύναμη λέγοντας: «Χαρές και πλούτη να χαθούν και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι, αν στητή μένει η ψυχή κι ολόρθη.» Και ο Άγγλος ποιητής Joseph Rudyard Kipling στο ποίημά του « Αν μπορείς » λέει σχετικά: « Αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις ψυχραιμία…Αν μπορείς στην καταστροφή να αντέξεις και να δώσεις κάποια λύση…Αν μπορείς να υποτάξεις σώμα, πνεύμα, και καρδιά…Αν μπορείς στην καταιγίδα να μην χάνεις την ελπίδα…Αν μπορείς να είσαι ο ίδιος στην χαρά και την οδύνη…Αν η πίστη στην ψυχή σου, μπρος σε τίποτα δεν σβήνει…Αν μπορείς κάθε λεπτό σου να ’ναι μια δημιουργία και ποτέ σου να μην μένεις με τα χέρια σταυρωμένα…Ε, παιδί μου, τότε πια… θα μπορέσεις να απολαύσεις, όπως πρέπει, τη ζωή σου…Τότε κι όλος ο ουρανός και η γη ασφαλώς θα ΄ναι δική σου ».
Τέταρτο και σπουδαιότερο χαρακτηριστικό του μορφωμένου ανθρώπου είναι να παραμείνει συνετός, όταν τον βρίσκουν ευτυχή γεγονότα, και να μην χαίρει και καμαρώνει για όσα αγαθά κατά τύχην απέκτησε, αλλά για όσα ο ίδιος δημιούργησε με την αξιοσύνη και την φρονιμάδα του. Είναι πολύ σημαντικό να είναι κανείς δημιουργικός σε οποιοδήποτε τομέα δραστηριοποιείται, γεγονός που σημαίνει, ότι δεν έχει σημασία τι διάβασες, τι έμαθες από τα βιβλία ή τι πτυχία τυπικά κατέχεις, όσο τι μπορείς να κάνεις αξιοποιώντας τις δυνατότητες , που σου έδωσαν οι σπουδές σου, αν σε μόρφωσαν πραγματικά.
Και ο Ισοκράτης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πραγματικά μορφωμένος άνθρωπος δεν είναι εκείνος, που διακρίνεται σε μια από τις παραπάνω ιδιότητες, στάσεις ή συμπεριφορές, αλλά εκείνος, που έχει ανεπτυγμένες όλες τις δυνάμεις του νου και της ψυχής του, υπογραμμίζοντας έτσι κατηγορηματικά όλο το πλάτος και την ουσία της πραγματικής παιδείας. Έτσι κατανοούμε πληρέστερα όλη την ερωτηματική φράση του Ισοκράτη: «Τίνας ουν καλώ πεπαιδευμένους, επειδή τας τέχνας και τας επιστήμας και τας δυνάμεις αποδοκιμάζω;» Προφανέστατα καταδικάζει την μονομερή κατάρτιση ενός ανθρώπου σε οποιαδήποτε επιστήμη, τέχνη ή επάγγελμα, η οποία από μόνη της δεν είναι αρκετή, για να του εξασφαλίσει τον τίτλο του πεπαιδευμένου ανθρώπου.
Κατά συνέπεια, κατανοούμε καλύτερα και τη γενική φράση του Αριστοτέλη στα Πολιτικά του, όπου πραγματεύεται και το θέμα της παιδείας και λέει: «το να επιζητεί κανείς παντού το αναγκαίο και χρήσιμο, δεν είναι ίδιον ελευθέρου ανδρός». Δεν ταιριάζει, δηλαδή, στον ελεύθερο άνθρωπο (αλλά στον δούλο) το να επιζητεί σε κάθε περίσταση της ζωής να επιτύχει το αναγκαίο και το χρήσιμο, που καλύπτει υλικές ή συναισθηματικές ανάγκες του. Δεν εννοούσε, βέβαια, ο Αριστοτέλης απλώς ότι οι ελεύθεροι πολίτες ασχολούνταν με τα γράμματα και τις καλές τέχνες και οι δούλοι με τις πρακτικές τέχνες. Η γενικότητα της διατύπωσης της παραπάνω φράσης του θέλει να επισημάνει την απελευθερωτική δύναμη, που έχει η καλλιέργεια του πνεύματος του ανθρώπου με τις επιστήμες, τις καλές τέχνες και τα γράμματα γενικότερα. Με τις σχετικές σπουδές απελευθερώνεται, πράγματι, ο άνθρωπος από το σκοτάδι της άγνοιας και της αμάθειας, αλλά και από τη δουλεία και την εξάρτηση από την ικανοποίηση υλικών αναγκών και ισχυρών επιθυμιών, ορμών και ενστίκτων. Έτσι, με την πνευματική καλλιέργεια ο άνθρωπος αποκτά μια εσωτερική/ψυχική ελευθερία, που δυναμώνει τη βούλησή του προς την επιδίωξη και επιτυχία του αγαθού, που μόνο αυτή μπορεί να του χαρίσει την ευδαιμονία. Με αυτή την έννοια στα χρόνια της Αναγέννησης του πολιτισμού στην Ευρώπη του 15ου και 16ου αιώνα ονόμασαν ελευθέριες τέχνες (artliberales) τη φιλοσοφία, τις επιστήμες και τις καλές τέχνες γενικά. Τις είπαν, επίσης, ανθρωπιστικές επιστήμες, αφού πίστεψαν ότι με τη σπουδή τους, και ιδιαίτερα των έργων της κλασσικής αρχαιότητας, ο άνθρωπος ολοκληρώνεται και κατακτά την αληθινή του μορφή.
Τώρα, σ’ αυτή την πρώτη και βασική διάσταση της παιδείας, τη σφαιρική, δηλαδή, και ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι κεντρική θέση έχει το ήθος, η αρετή. Μην ξεχνάμε ότι το ιδεώδες της παιδείας στην Αρχαία Ελλάδα ήταν ο καλός κ’ αγαθός πολίτης, να γίνει δηλαδή ο καθένας καλός άνθρωπος, όπως το εννοούμε απλά σήμερα. Εκτός από την ικανότητά του να ασκεί άριστα όποια επιστήμη ή τέχνη ή επάγγελμα διάλεξε στη ζωή του, θα πρέπει να μπορεί και να πράττει το αγαθό παντού και πάντα. Γιατί η αγαθή πράξη τον βοηθάει να αποκτήσει το άριστον ήθος και αυτό την ευδαιμονία στη ζωή του. Ρητά και λιτά το τονίζει αυτό ο Αριστοτέλης: «Ευδαιμονία εστί το κατ’ αρετήν δραν», που θα πει ότι μόνο όταν κανείς ενεργεί πάντα σύμφωνα με την αρετή, μπορεί να αισθάνεται ευτυχισμένος.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι στην Αρχαία Ελλάδα ο βασικός σκοπός της παιδείας σε όλη τη ζωή του ανθρώπου, από την παιδική ηλικία μέχρι και τις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές, ήταν να γίνει άνδρας αγαθός. Από μικρός μέσα στην οικογένεια ασκείται να πράττει σύμφωνα με την αρετή, με βάση την παιδαγωγική αρχή ότι ενάρετοι γινόμαστε πράττοντας αγαθά έργα και όχι με θεωρητική διδασκαλία. Ο Αριστοτέλης το τόνιζε αυτό επιγραμματικά στα «Ηθικά Νικομάχεια»: «Ά δει μαθόντας ποιείν, πράττοντες μανθάνομεν», δηλαδή όσα πρέπει να μάθουμε να κάνουμε, τα μαθαίνουμε πράττοντας αυτά. Και, όταν οι γονείς έστελναν πια τα παιδιά τους στους διδασκάλους, ζητούσαν απ’ αυτούς να φροντίσουν περισσότερο την ευκοσμία, την καθώς πρέπει συμπεριφορά των παιδιών τους, παρά τα γράμματα και την μουσική. Σ’ αυτήν, όμως, τη φάση της εκπαίδευσης των παιδιών, εκτός από τον εθισμό τους στην κόσμια και αξιοπρεπή συμπεριφορά, οι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν σε ευρεία κλίμακα «τα ποιήματα αγαθών ποιητών», επικών και λυρικών αλλά και άλλων αργότερα όπως αναφέρει ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα. Ιδιαίτερα, βέβαια δίδασκαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ώστε δικαιολογημένα έλεγαν για τον Όμηρο ότι «την Ελλάδα πάσαν πεπαίδευκεν ούτος ο ποιητής». Και τούτο, γιατί πίστευαν ότι βλέποντας οι μαθητές τα ζωντανά παραδείγματα των ηρώων της μεγάλης λογοτεχνίας διδάσκονταν την αρετή αποτελεσματικότερα από κάθε προφορική θεωρητική διδασκαλία. Αυτή τη συνείδηση είχε και ο Μακρυγιάννης στα νεότερα χρόνια, όταν έγραφε στα Απομνημονεύματά του: «Διά όλα αυτά γράφω εδώ…. Για να χρησιμέψουν στους μεταγενέστερους και να μάθουν να θυσιάζουν για την πατρίδα τους και τη θρησκεία τους περισσότερη αρετή….».
Πραγματικά, ποιος δεν θυμάται ζωηρά τον πολυμήχανο και ευρηματικό Οδυσσέα , τον ηρωικό Αχιλλέα, τον γενναίο αλλά και τρυφερό σύζυγο Έκτορα στη συνάντησή του με την Ανδρομάχη, την ευσεβή και φιλάδελφη Αντιγόνη, που προτίμησε τον θάνατο παρά την προσβολή των Κάτω Θεών και του αδελφού της, η τέλος την ηθική στάση του φιλοσοφημένου Σωκράτη, που αρνήθηκε να δραπετεύσει από την φυλακή, για να μην παραβιάσει την καταδικαστική γι αυτόν απόφαση της πολιτείας; Αυτήν την ηθοπλαστική δύναμη των μεγάλων έργων της τέχνης του λόγου, που προβάλλουν το ήθος του καλού κ’ αγαθού πολίτη, ήθελε να υπογραμμίσει ο μεγάλος φιλόλογος WernerJaeger, όταν έγραφε στο έργο του «Παιδεία» ότι «κύριοι φορείς της παιδείας για τους Αρχαίους Έλληνες δεν ήταν τόσο οι άφωνες τέχνες του γλύπτη, του ζωγράφου και του αρχιτέκτονα, όσο ο ποιητής, ο φιλόσοφος και ο ρήτορας (ο πολιτικός δηλαδή).
Το ίδιο ιδεώδες του καλού κ’ αγαθού ανθρώπου επιδιώκουν οι νέοι και στην ανώτατη εκπαίδευση , στις Φιλοσοφικές Σχολές των Αθηνών και άλλων μεγάλων κέντρων των γραμμάτων του ελληνικού χώρου, οι οποίες ήταν ένα είδος πανεπιστημίου εκείνη την εποχή. Τις είπαν, όμως, φιλοσοφικές, διότι με την σπουδή κάθε επιστήμης κατέληγαν στη φιλοσοφία, την επιστήμη που αναζητάει την αιτία και πρώτη αρχή, αλλά και τον απώτερο σκοπό και το βαθύτερο νόημα σε κάθε τομέα του επιστητού, της ζωής και της δραστηριότητας του ανθρώπου. Είχαν, βέβαια, επίγνωση του γεγονότος ότι η βαθύτερη ουσία της γνώσης, η κατασταλαγμένη και αξιο-λογημένη σοφία, είναι ένας άπιαστος στόχος για τις πεπερασμένες δυνάμεις του ανθρώπου. Γι αυτό ο άνθρωπος μόνο φιλόσοφος μπορεί να γίνει, αλλά όχι και σοφός. Όσο, μάλιστα προχωράει βαθύτερα στη γνώση, τόσο περισσότερα στοιχεία της γνώσης διαπιστώνει ότι αγνοεί. Έτσι, έφθασε ο Σωκράτης, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της ανθρωπότητας, να ομολογεί: «ένα πράγμα ξέρω καλά, ότι δεν ξέρω τίποτα». Το πολύ σημαντικό είναι ότι οι πρόγονοί μας πίστευαν ότι και η άριστη επιστημονική γνώση χωρίς την αρετή είναι μία τυφλή δύναμη, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο προς το αγαθό όσο και προς το κακό. Ο Πλάτωνας μάλιστα διατύπωσε επιγραμματικά αυτή την αλήθεια λέγοντας: «Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής , πανουργία φαίνεται». Πράγματι χωρίς τον φωτισμό της ύψιστης ιδέας του αγαθού, ένας καλός επιστήμονας μπορεί να κάνει τα πάντα, ακόμη και τα μεγαλύτερα κακά.
Αν τώρα, σε σχέση με τις δύο πρώτες γενικές αρχές της παιδείας στην Αρχαία Ελλάδα, την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου και την κεντρική θέση της αρετής σ’ αυτήν, αν κάναμε μία αναφορά στη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα στη χώρα μας, θα παρατηρούσαμε ότι η παιδεία μας πορεύεται στον αντίποδα αυτών των αρχών. Έχει στραφεί, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προς την άμεσα χρηστική ωφελιμότητα των σπουδών, επιδιώκοντας την πιο στενή επιστημονική εξειδίκευση. Κι αν αυτό είναι κατά ένα μέρος δικαιολογημένο στην ανώτατη εκπαίδευση, λόγω της αλματώδους ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας, δεν δικαιολογείται καθόλου στον χώρο της γενικής εκπαίδευσης, που οφείλει να προετοιμάζει τον αυριανό μορφωμένο πολίτη σε όλους τους τομείς της γνώσης και της ζωής. Και παρατηρούμε να προωθείται η πρόωρη εξειδίκευση από τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, όπου περιορίζεται η διδασκαλία της αρχαιοελληνικής γραμματείας σε δύο μόνο ώρες την εβδομάδα στη Β’ τάξη της θετικής κατεύθυνσης και καταργείται τελείως στη Γ’ τάξη της ίδιας κατεύθυνσης. Επίσης και στις δύο κατευθύνσεις της Γ’ τάξης μειώνεται στο ελάχιστο (1 ώρα την εβδομάδα) και η διδασκαλία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Και το χειρότερο είναι ότι υποβιβάζεται πολύ η σημασία αυτών των κατ’ εξοχήν ανθρωπιστικών μαθημάτων και στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο με την απόφαση της πολιτείας να μην εξετάζονται γραπτώς αυτά τα μαθήματα στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις. Και ξέρουμε καλά ότι μάθημα που δεν εξετάζεται γραπτώς, περιπίπτει στην αδιαφορία των μαθητών και στην πράξη καταργείται.
Η διδασκαλία, βέβαια , της αρχαίας μας γραμματείας διατηρείται στη Γ’ τάξη Λυκείου θεωρητικής κατεύθυνσης, ως ένα είδος επαγγελματικής κατάρτισης για τους μαθητές που επιθυμούν να σπουδάσουν φιλολογία, θεολογία ή νομική. Λες και δεν έχουν ανάγκη την ανθρωπιστική παιδεία των μεγάλων κλασσικών οι μέλλοντες επιστήμονες των θετικών επιστημών (μηχανικοί, αρχιτέκτονες , γιατροί, γεωπόνοι κτλ.). Όπως επεσήμανε, όμως, ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου ο μεγάλος Έλληνας φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής: «η απασχόληση με την αρχαιότητα δεν είναι ζήτημα επιστημονικής ειδικεύσεως. Είναι πρόβλημα ζωτικό της εσωτερικής του ανθρώπου υποστάσεως, κάτι που εγγίζει τις θεμελιώδεις αξίες, επί των οποίων οικοδομεί τη θέση του στην πνευματική ζωή».
Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας, και όχι μόνο στη χώρα μας, ο ανθρωπιστικός μορφωτικός άξονας, που προσανατόλιζε όλη την εκπαίδευση προς τη μορφωτική διάσταση της γνώσης, έχει υποχωρήσει μέχρι εξαφανίσεως σχεδόν κάτω από τα πλήγματα του αγγλοσαξονικού και του αμερικανικού προτύπου, στο οποίο επικρατεί η οικονομική γλώσσα των επιχειρήσεων. Κύριος στόχος δεν είναι πια η παιδεία, η διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, αλλά η χρηστική αποδοτικότητα της εκπαίδευσης για την εξασφάλιση μιας ανταγωνιστικής θέσης στην αγορά εργασίας. Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχουν την ίδια γενική κατεύθυνση προς την ανάπτυξη ικανοτήτων για την αύξηση της παραγωγής αγαθών και την παροχή υπηρεσιών για τη μεγιστοποίηση του κέρδους, κυρίως του οικονομικού. Με τέτοιο ,όμως, προσανατολισμό δεν μπορεί η εκπαίδευση να μορφώσει τον νέο άνθρωπο προς το άριστον ήθος, για να πραγματώσει το ιδανικό του καλού κ’αγαθού πολίτη και να ζήσει «αξίως της φύσεως ης μετέχοντες τυγχάνομεν», αντάξια της ανθρώπινης φύσης μας δηλαδή, όπως υποστήριξε ο Ισοκράτης.
Ας έλθουμε τώρα σε ένα τρίτο βασικό χαρακτηριστικό της παιδείας των προγόνων μας, τον προσανατολισμό της στην πολιτική αρετή του νέου ανθρώπου, που ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα της ηθικής αρετής του. Γιατί, δεν έβλεπαν τον άνθρωπο ως άτομο αυτόνομο, αλλά πάντα ως μέλος οργανικό της πολιτείας. Επομένως, η ηθική αγωγή του ήταν στενά συνδεδεμένη με τη ζωή του στην πόλη. Και είχαν σαφή συνείδηση οι αρχαίοι μας πρόγονοι ότι κάθε φροντίδα του ατόμου και της οικογένειας για τη μόρφωσή του ήταν φροντίδα για την πολιτεία. Και ο πολίτης θεωρούσε ότι η καλή επαγγελματική ή επιστημονική του κατάρτιση αποτελεί τη δική του συμβολή στην πρόοδο όλης της πόλης. Γι αυτό ενδιαφερόταν και συμμετείχε στα κοινά πράγματα της πόλεως. Επιγραμματικά τονίζει αυτή τη μεγάλη αλήθεια ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο Λόγο, που εκφώνησε ο Περικλής προς τιμήν των πρώτων νεκρών του Πελοποννησιακού Πολέμου: « Και συμβαίνει σε μας, λέει, και τις ιδιωτικές μας υποθέσεις να μην παραμελούμε και τα κοινά πράγματα της πόλης να φροντίζουμε. Και μόνοι εμείς, αυτόν που δεν μετέχει στα κοινά, δεν τον θεωρούμε απλώς φιλήσυχο, αλλά άχρηστο». Και Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, την ίδια αλήθεια επισημαίνει λέγοντας ότι πολίτης δεν αυτός που κατοικεί απλώς κάπου, σε μία πόλη, αλλά αυτός που μπορεί να μετέχει και στις δικαστικές και στις πολιτικές αρχές. Επομένως, η πόλη δεν είναι ένας τόπος μόνον, αλλά κυρίως το σύνολο των πολιτών. Γι αυτό, κι εμείς, ακόμα και σήμερα λέμε , Δήμος Αθηναίων και όχι Αθηνών.
Επειδή, λοιπόν ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως πολιτικό όν, δεν μπορεί να αναπτυχθεί ως άνθρωπος εκτός της πόλεως. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Αριστοτέλης: «ο άνθρωπος εκτός της πόλεως είναι ή θεός ή θηρίον». Μία αλήθεια προβεβλημένη ήδη από τον Όμηρο, που ψάλλει στην Ιλιάδα ότι άνθρωπος χωρίς οικογένεια, χωρίς θεσμικά οργανωμένη κοινωνία και χωρίς πατρίδα είναι εκείνος που επιθυμεί τον παγερό και επιθετικό πόλεμο (βλ. Ιλιάδα ΙΧ 63-64: «αφρήτωρ, αθέμιστος, ανέστιος εστίν εκείνος ός πολέμου έραται επιδημίου οκρύοεντος».) Αντίθετα μέσα στην πόλη ο άνθρωπος αναπτύσσεται, γίνεται δημιουργικός οργανώνει πολίτευμα , καλλιεργεί την επιστήμη και την τέχνη, δημιουργεί με ένα λόγο πολιτισμό, όπως μαρτυρεί και η ετυμολογική προέλευση αυτής της λέξης από την πόλη. Και ο πολιτισμός, με κυριότερο φορέα του τη γλώσσα, συνιστά την εθνική ταυτότητα ενός λαού. Γι αυτό ο Ίων Δραγούμης, ένας διανοούμενος και πολιτικός μεγάλης παιδείας, έλεγε χαρακτηριστικά: «θέλω να είμαι ωραίο παράδειγμα ανθρώπου Έλληνος». Κατά συνέπεια η μόρφωση του ολοκληρωμένου ανθρώπου και άριστου πολίτη, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της πατρίδας του, είναι το χρέος κάθε οργανωμένης και πολιτισμένης πολιτείας.
Με ποιους τρόπους τώρα, με ποια πολιτική και με ποιους νόμους η πόλη-κράτος της αρχαίας Αθήνας κατά τον Χρυσούν Αιώνα του Περικλή εκπαίδευε τους πολίτες, ώστε να γίνουν και άνδρες αγαθοί και άριστα μέλη της πολιτείας; Μία εικόνα σαφή της πολιτικής αρετής των Αθηναίων παρουσιάζει ο Περικλής στον Επιτάφιο Λόγο του, διότι έκρινε ότι θα ήταν πολύ ωφέλιμο να την ακούσει όλο το συγκεντρωμένο πλήθος στην τιμητική ταφή των πρώτων νεκρών του Πελοποννησιακού Πολέμου. Να ακούσουν, δηλαδή, πως εκπαιδεύτηκαν αυτοί, που με τις αρετές και την ανδρεία τους κατέστησαν την πόλιν τους όχι μόνο αυτάρκη και στον πόλεμο και στην ειρήνη, αλλά και «παίδευσιν της Ελλάδας», σχολείο δηλαδή για όλους τους Έλληνες.
Και πρώτα-πρώτα, όλοι οι πολίτες μπορούν να μετέχουν στα κοινά πράγματα της πόλης, όπως είδαμε παραπάνω. Και όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο ως προς τις ιδιωτικές του διαφορές (ισονομία), αλλά ως προς την ανάδειξη σε αξίωμα προτιμούνται οι άξιοι και οι ικανοί και κανείς δεν εμποδίζεται από την ταπεινή καταγωγή ή τη φτώχεια του, αν έχει κάτι καλό να προσφέρει στην πόλη (αξιοκρατία).
Ύστερα οι πολίτες ζουν ελεύθερα και χωρίς περιορισμούς στις σχέσεις τους με την πόλη, αλλά και στις καθημερινές κοινωνικές και επαγγελματικές τους σχέσεις, χωρίς να υποψιάζονται ο ένας τον άλλο και χωρίς να οργίζονται, αν ο άλλος κάνει κάτι που τον ευχαριστεί. Ούτε παίρνουν γι’ αυτό ύφος στενοχωρημένου, που δεν βλάπτει μεν τον άλλο, αλλά του προκαλεί θλίψη.
Και ενώ συμπεριφέρονται στις ιδιωτικές τους σχέσεις χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο, στα δημόσια πράγματα ποτέ δεν παρανομούν από εσωτερικό σεβασμό περισσότερο (παρά από τον φόβο της τιμωρίας). Υπακούουν στους άρχοντες της πολιτείας και στους εκάστοτε ισχύοντες νόμους και μάλιστα σ’ αυτούς, που έχουν θεσπισθεί για την ωφέλεια των αδικουμένων, αλλά και στους άγραφους νόμους, που φέρνουν μεγάλη ντροπή σε όσους τους παραβαίνουν.
Επίσης η ζωή των πολιτών είναι ισορροπημένη ανάμεσα στους κόπους της εργασίας και στην ανάπαυση και ψυχαγωγία. Γι αυτό η πολιτεία έχει θεσπίσει γιορτές και θυσίες και αγώνες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Και το ίδιο ισορροπημένη είναι και η εκπαίδευση των πολιτών , που αποβλέπει εξ ίσου στη σωματική ανάπτυξη και στη πνευματική και ηθική καλλιέργεια, σε αντίθεση με την μονομερή στρατιωτική αγωγή των Σπαρτιατών. Έτσι, ενώ ζουν με άνεση, καταφέρνουν να είναι το ίδιο ανδρείοι μ’ αυτούς στην αντιμετώπιση των πολεμικών κινδύνων.
Τέλος, υπογραμμίζει ο Περικλής, ότι η πολιτεία επιβραβεύει τους άριστους εκ των πολιτών στον πόλεμο και στην ειρήνη , γιατί έτσι παρακινούνται οι πολίτες να επιδιώκουν το άριστον ήθος. Έχει μείνει παροιμιώδης η φράση, με την οποία κλείνει τον Επιτάφιο Λόγο του: «άθλα γαρ οίς κείται αρετής μέγιστα, τοίσδε και άνδρες άριστοι πολιτεύουσι». Που θα πει ότι στις πολιτείες όπου επιβραβεύεται με μεγάλα βραβεία η αρετή , εκεί αναδεικνύονται και άριστοι πολίτες. Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης κινείται η σημερινή πολιτεία μας, που θεωρεί ρετσινιά, δηλαδή, κουσούρι, την αριστεία και προωθεί την ισοπέδωση των πολιτών προς τα κάτω, με την κατάργηση της αξιολόγησης και στην εκπαίδευση και στην δημόσια διοίκηση, ώστε να μη γνωρίζει τους άξιους και τους ικανούς, για να μπορεί να επιλέγει τους δικούς της ανθρώπους στις θέσεις ευθύνης .
Με όλους ,λοιπόν, αυτούς τους τρόπους και ιδιαίτερα με την ευνομία, με τους καλούς νόμους δηλαδή, που αποβλέπουν στο συμφέρον όλων των πολιτών και όχι μιας μόνον ομάδας, η πολιτεία εκπαιδεύει τους πολίτες της στην πολιτική αρετή. Είναι δηλαδή μια παιδαγωγούσα πολιτεία, με την ευρύτερη σημασία με λέξεις, η οποία εκπαιδεύει τους πολίτες, από την νεανική τους ηλικία στην υπακοή και τον σεβασμό των νόμων, με την προοπτική να γίνουν αργότερα καλοί άρχοντες, τηρητές των καθιερωμένων νόμων. Είναι γνωστό το γνωμικό των αρχαίων: «Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει», που θα πει: αν μάθεις να είσαι καλός και νομοταγής εξουσιαζόμενος, τότε θα γίνεις και καλός άρχοντας, με σεβασμό στους νόμους . γιατί είναι αδύνατο να κυβερνηθεί και να ζήσει μια πολιτεία, αν οι εκάστοτε ισχύοντες νόμοι δεν εφαρμόζονται από όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, άρχοντες και αρχόμενους. Τη ζωτική αυτή σημασία της τήρησης των νόμων για τη ζωή και την πρόοδο της πόλης υπογραμμίζει θαυμάσια ο Πλάτωνας στον Διάλογο Κρίτων, όπου ο Σωκράτης λέει στον Κρίτωνα, που τον προέτρεπε να δραπετεύσει από τη φυλακή: «Σκέψου, λοιπόν, Κρίτωνα ως εξής, εάν παρουσιαζόντουσαν οι νόμοι και το κοινό της πόλεως την ώρα που εμείς ετοιμαζόμαστε να αποδράσουμε και μας ρωτούσαν «πες μας, Σωκράτη, τι έχεις στο νου σου να κάνεις; Τίποτε άλλο ή μ’ αυτό το έργο που επιχειρείς σκοπεύεις να καταστρέψεις και εμάς τους νόμους και ολόκληρη την πόλη, όσο εξαρτάται από εσένα; Η νομίζεις ότι είναι δυνατόν να υπάρχει ακόμα και να μην ανατραπεί εκ θεμελίων εκείνη η πόλη, στην οποία οι δικαστικές αποφάσεις (και οι σχετικοί νόμοι) δεν έχουν καμία ισχύ, αλλά από τον κάθε ιδιώτη ακυρώνονται και καταργούνται; Τί θα απαντήσουμε σ’ αυτά, Κρίτωνα; Ή μήπως ότι μας αδίκησε η πόλη και δεν έκρινε ορθώς τη δίκη;
-Ναι, ναι, Σωκράτη, αυτά θα πούμε» απάντησε ο Κρίτων. Και τότε οι νόμοι θα πουν: «Και νομίζεις, Σωκράτη, ότι έχεις δικαίωμα, αν εμείς και η πατρίδα πήραμε εις βάρος σου μία δίκαιη κατά τη γνώμη μας απόφαση, εσύ να μας ανταποδώσεις την αδικία και να μας καταστρέψεις ,όσον εξαρτάται από σένα, και πράττοντας τέτοια θα ισχυριστείς ότι πράττεις δίκαια, εσύ που ενδιαφερόσουν αληθινά για την αρετή;». Δεν χρειάζεται, νομίζω, κανένα σχόλιο αυτή η αριστουργηματική υπεράσπιση της σημασίας, που έχει η εφαρμογή των νόμων για την πολιτεία. Θα υπενθυμίσω τη συμβουλή που έδινε ένας αρχαίος σοφός σε έναν άρχοντα: « Σκόπει, τοίνυν ότι κατά νόμον άρχεις, έπειτα ότι ανθρώπων άρχεις και τέλος ότι ουκ αεί άρχεις», που σημαίνει «να έχεις πάντα στον νου σου ότι κυβερνάς σύμφωνα με τον νόμο, ότι διοικείς ανθρώπους και ότι δεν θα κυβερνάς για πάντα».
Ανακεφαλαιώνοντας τις βασικές αρχές της παιδείας στην Αρχαία Ελλάδα, που αναπτύξαμε παραπάνω, είναι ανάγκη να διατυπώσουμε τις ακόλουθες γενικές παρατηρήσεις. Πρώτα-πρώτα βασικός σκοπός της παιδείας ήταν ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, μακριά από κάθε μονομέρεια, στην οποία θα οδηγούσε η ανάπτυξη μιας μόνον ικανότητάς του, επαγγελματικής, επιστημονικής ή καλλιτεχνικής. Και μάλιστα ότι χωρίς αληθινή και ολόπλευρη μόρφωση, ο άνθρωπος θα είναι όχι μόνο ανολοκλήρωτος, αλλά κυρίως ανελεύθερος από τα κάθε είδους δεσμά, υλικά ή πνευματικά, που χαλκεύουν γι αυτόν η αλαζονεία του απαιτητικού εαυτού του και οι ανάγκες της καθημερινής ζωής. Είναι βαρυσήμαντη, όπως είδαμε η σχετική ρήση του Αριστοτέλη: «το να επιζητεί κανείς παντού το χρήσιμο και αναγκαίο, δεν είναι ίδιον ελευθέρου ανθρώπου.»
Ύστερα είδαμε ότι η αληθινή μόρφωση ανταποκρίνεται στην πραγματική φύση μας, που είναι κατ’ εξοχήν πνευματική και μας διακρίνει από όλα τα άλλα έμβια όντα, γιατί απορρέει από την ιδιαίτερη πνευματική μας καταγωγή. Ο Πλάτων επεσήμανε ότι η ψυχή μας είναι το μόνο από τα στοιχεία του εσωτερικού μας κόσμου, που είναι θεϊκό και αθάνατο («ψυχή γαρ των εν ημίν μόνον εστίν αθάνατον και θείον»). Και ξέρουμε ότι ο δικός μας Θεός, ενεφύσησε σε μας κατά τη δημιουργία μας, πνοήν ζωής και μας έπλασε κατ’ εικόνα Του. Με τέτοια ευγενική και θεϊκή καταγωγή η ψυχή μας είναι τόσο μεγάλης αξίας, ώστε ο Ιησούς να διατυπώσει στο Ευαγγέλιό του το θεμελιώδες ερώτημα: «τι ωφεληθήσεται άνθρωπος, εάν κερδίσει τον κόσμον όλον και ζημειωθεί την ψυχήν αυτού;»
Έπειτα διαπιστώσαμε ότι η πραγματική παιδεία δεν ολοκληρώνεται χωρίς την πολιτική μόρφωση του ανθρώπου , αφού μέσα στην πόλη, την πατρίδα του, ζει και αναπτύσσεται ο πολίτης και εκπαιδεύεται δια βίου να την τιμά και να την σέβεται περισσότερο από την μητέρα και τον πατέρα του, να την έχει σε υψηλότερη θέση μεταξύ και θεών και ανθρώπων, να την υπακούει, αλλά και να την φροντίζει, όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση, περισσότερο από όσο φροντίζει τον πατέρα του, σύμφωνα με την αθάνατη ρήση του Σωκράτη στον Κρίτωνα του Πλάτωνα . Και αυτό, γιατί πίστευαν ότι, όταν η πολιτεία ευημερεί, τότε ο κάθε πολίτης αισθάνεται ευτυχής και ασφαλής, αφού θα μπορεί να βρει την προστασία που έχει ανάγκη. Ο αγράμματος Μακρυγιάννης , θρεμμένος όμως από την παράδοση της πατρίδας του, διακηρύσσει αυτή τη μεγάλη αλήθεια στα Απομνημονεύματά του: «Όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ τίποτα!. Να ’ρθει ένας και να μου πει ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στρέγομε να μου βγάλει και τα δύο μάτια. Ότι αν είμαι εγώ στραβός και η πατρίδα μου καλά, με θρέφει. Αν η πατρίδα μου είναι αχαμνά, και δέκα μάτια να ’χω, στραβός θα είμαι, ότι σ’ αυτήν θα ζήσω.»
Αυτή την πολιτική αρετή θαυμάζει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος στο βιβλίο του «Αφορισμοί και Διαλογισμοί», λέγοντας «Πόσο σέβομαι τους ανθρώπους που αισθάνονται περισσότερο κύτταρα της πολιτείας παρά αυτόνομες προσωπικότητες. Η Ρώμη έγινε κοσμοκράτειρα, διότι επί αιώνες γεννούσε αράδα τέτοιους πολίτες. Και η Ελλάδα χάθηκε, διότι ελάχιστους τέτοιους είχε γεννήσει.»
Το ουσιαστικότερο , όμως, γνώρισμα της παιδείας των προγόνων μας ήταν η κυρίαρχη θέση της αρετής, η οποία συνδεδεμένη πάντα με την ευσέβεια , μπορεί να χαρίσει στον πολίτη και την πολιτεία την ευδαιμονία. «Βλέπουμε, έλεγε ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του , ότι κάθε κοινωνία έχει συσταθεί για την κατάκτηση κάποιου αγαθού και μάλιστα του υπέρτατου, που είναι η ευδαιμονία όλων των πολιτών». Στην επιτυχία αυτού του σκοπού συμβάλλει κάθε πολίτης καλός κ’αγαθός με το άριστον ήθος του, επί του οποίου θεμελιώνεται το τέλειο πολίτευμα, πάντα κατά τον Αριστοτέλη. Αυτό σημαίνει ότι φαύλοι πολίτες, όσες ικανότητες κι αν έχουν αναπτύξει , δεν μπορούν να συμβάλουν ούτε στο δικό τους ούτε στο γενικό καλό. Πολύ περισσότερο φαύλοι κυβερνήτες δεν μπορούν να προσφέρουν κανένα καλό στην πολιτεία, γιατί ο ανήθικος τρόπος ζωής και διακυβέρνησής τους ακυρώνει τη λειτουργία και των καλύτερων νόμων. Γι αυτό ο Ισοκράτης συμβούλευε τον Δημόνικο, άρχοντα-τύραννο του Κιτίου της Κύπρου: «Να μιμηθείς το ήθος των βασιλέων και να επιδιώξεις να μιμηθείς τα επιτεύγματά τους. Και να πείθεσαι μεν στους νόμους, που έχουν θεσπισθεί από τους βασιλείς, αλλά να θεωρείς ισχυρότερο νόμο τον τρόπο τους». Ισχυρότερο, λοιπόν, το ήθος από τους νόμους. Ο Μακρυγιάννης είναι πάλι κατηγορηματικός λέγοντας: «χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία, έθνη δεν υπάρχουν».
Είναι φανερό, λοιπόν, από πού πρέπει να κάνουμε αρχή, αν θέλουμε να προκόψουμε εμείς και η πολιτεία μας στο σύνολό της. «Αν θέλεις να αλλάξεις τους άλλους, πρέπει να αλλάξεις πρώτα τον εαυτό σου», συμβούλευε ο σύγχρονός μας Άγιος Παϊσιος κάποιους νέους , που ζήτησαν τη γνώμη τους. Το έργο αυτό, όμως, δεν είναι εύκολο. Ο άνθρωπος πολύ δύσκολα αλλάζει νοοτροπία και χαρακτήρα. Γι αυτό και, πέραν από τη βοήθεια της κατάλληλης παιδείας, έχει ανάγκη και την δύναμη, που μπορεί να του προσφέρει μόνον η πηγή της ηθικής καθαρότητας, το πλήρωμα της αγιότητας και της αρετής, ο σαρκωμένος Υιός του χριστιανικού Θεού της αγάπης. Αυτό διατράνωσε ο Απόστολος Παύλος λέγοντας: «Τα πάντα ισχύ εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Με τη χάρη του Θεού ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει τα πάντα και κυρίως να αναγεννηθεί πνευματικά, να γίνει «καινή κτίσις», κατάλληλη δια παν έργον αγαθόν.
Αντί, όμως, να αναζητήσει αυτή τη βοήθεια, ο σύγχρονος κόσμος «πειραματίζεται δοκιμάζοντας να διαμορφώσει μία πολιτισμένη, αλλά μη Χριστιανική νοοτροπία. Το πείραμα θα αποτύχει», υποστηρίζει κατηγορηματικά ο μεγάλος άγγλος συγγραφέας T.S. Elliot, ο ποιητής «Της Έρημης Χώρας». Και συνεχίζει προφητικά για το μέλλον του σύγχρονου κόσμου : «Όμως πρέπει να δείξουμε μεγάλη υπομονή περιμένοντας το γκρέμισμά του. Στο αναμεταξύ, εξαγοράζοντας τον καιρό, ώστε η Πίστη να κρατηθεί ζωντανή στους σκοτεινούς αιώνες, που έχουμε μπροστά μας. Ώστε να ανανεώσουμε και να ξαναχτίσουμε τον πολιτισμό. Και να σώσουμε τον Κόσμο από την αυτοκτονία». (βλ. Ζήσιμου Λορεντζάτου, Μελέτες, εκδ. Γαλαξία, Αθήνα 1966). Άμποτε να νοιώσουμε αυτήν την μεγάλη αλήθεια άρχοντες και αρχόμενοι στον τόπο μας.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ