Από τις 9 έως τις 16 Οκτωβρίου έγινε η εκδρομή του Συλλόγου στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία. Στην ουσία προορισμός ήταν η Ρουμανία, όμως όταν πηγαίνεις οδικά σ’ αυτήν τη χώρα, αναγκαστικά θα διασχίσεις και την προηγούμενη, δηλαδή τη Βουλγαρία. Αυτό το αναγκαστικά, έχει εδώ βέβαια την καλή έννοια, γιατί δίνεται η ευκαιρία στον ταξιδιώτη να πάρει μία ιδέα και γι’ αυτή την τόσο κοντινή μας χώρα με την οποία μας συνδέει ένα ιστορικό παρελθόν πολεμικών συγκρούσεων, όμως τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια υπάρχει μία προσέγγιση που την υπαγορεύουν οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Φθάνοντας στο Σαντάνσκι το πρώτο βράδυ και κάνοντας μια βόλτα στον κεντρικό πεζόδρομο, παίρνεις μια πρώτη εικόνα από αυτή την όμορφη Βαλκανική πόλη που είναι γεμάτη ξενοδοχεία και μικρά καταστήματα που πουλούν προϊόντα από ροδέλαιο όπως σαπούνια και κρέμες. Ο τουρισμός της οφείλεται στις ιαματικές πηγές της και στο χαμηλό κόστος σε σχέση με πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Γι’ αυτό και έχει τουρισμό όλο το χρόνο, από πολλές Ευρωπαϊκές χώρες.
Ξεκινώντας την επόμενη μέρα για τη Ρουμανία έγινε μία σύντομη στάση στο κέντρο της Σόφιας. Η επίσκεψη στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό του Αλεξάντερ Νιέφσκι κάνει τον επισκέπτη να συνειδητοποιήσει την απόλυτη θρησκευτική ταυτότητα ανάμεσά μας.
Η βροχή και ο δυνατός αέρας δεν επέτρεψαν μία βόλτα στο εμπορικό κέντρο της πόλης. Έτσι συνεχίσαμε για τα σύνορα, όπου φθάσαμε το απόγευμα. Τα σύνορα Βουλγαρίας – Ρουμανίας είναι ο ποταμός Δούναβης, που καθώς τον βλέπεις πάνω από την γέφυρα, τεράστιο σε πλάτος και μήκος εκεί που χάνεται το μάτι, τους λιγοστούς ανθρώπους στη μία άκρη να ψαρεύουν παρά το τσουχτερό κρύο, σκέφτεσαι την τρομερή δύναμη της φύσης και ότι ο άνθρωπος πρέπει να παρεμβαίνει με μέτρο χωρίς να την καταστρέφει.
Το κρύο και βροχερό Βουκουρέστι, το οποίο είναι πολύ κοντά στα σύνορα, δεν έχει καμία σχέση με την γκρίζα και εγκαταλελειμμένη πόλη με τους μαυραγορίτες που σε έκλεβαν στην αγορά συναλλάγματος, στα στενά της παλιάς πόλης. Σήμερα είναι μια πόλη φροντισμένη, με μεγάλα πάρκα παντού και φυσικές λίμνες. Η παλιά πόλη είναι γεμάτη μπιστρό, και προσεγμένα εστιατόρια, όπου οι τιμές είναι πολύ πιο χαμηλές από το ιστορικό κέντρο της Αθήνας.
Αυτό που θυμίζει το σκοτεινό παρελθόν της, είναι τα μισοτελειωμένα παλάτια που άφησε πίσω η μεγαλομανία του Τσαουσέσκου και οι τεράστιες εργατικές πολυκατοικίες στα προάστια της πόλης, που γίνονται ακόμη πιο θλιβερές λόγω έλλειψης των απαραίτητων επισκευών που χρειάζονται και που οφείλονται προφανώς στην έλλειψη χρημάτων.
Μετά από δύο ημέρες στο Βουκουρέστι πηγαίνουμε στην περιοχή των Καρπαθίων και στις δύο μάλλον πιο όμορφες πόλεις της Τρανσυλβανίας τη Σινάϊα και το Μπρασόβ. Η Σινάϊα θυμίζει ελβετική πόλη με τα σαλέ και τα τεράστια ξενοδοχεία, τις βίλες, που είναι εναρμονισμένα με τα τεράστια έλατα και τις κατάφυτες κορυφές των βουνών. Σε πολλές από αυτές βλέπεις μεσαιωνικά κάστρα ( ένα από αυτά είναι και το περίφημο κάστρο του Δράκουλα που σήμερα είναι μουσείο).
Το Μπρασόβ (που παλιά λεγόταν Στεφανόπολη) έχει ένα υπέροχο αναπαλαιωμένο ιστορικό κέντρο και θυμίζει μεσαιωνική γερμανική πόλη. Εδώ τον 18ο και τον 19ο αιώνα είχε ακμάσει το εμπόριο από Τρανσυλβανούς, Σάξονες αλλά και την πολύ σημαντική παροικία των Ελλήνων εμπόρων.
Και τώρα λίγα λόγια για την σημερινή Ρουμανία που είναι τρείς διαφορετικές «χώρες» σε μία.
Η πρώτη «χώρα» είναι αυτή με τους μορφωμένους κατοίκους των μεγάλων πόλεων. Η ανεργία είναι μόνο 2-3% και οι μισθοί έχουν ανοδική πορεία (πχ στον κλάδο της πληροφορικής, που έχει ήδη 250.000 εργαζόμενους).
Ο μέσος μισθός στο Βουκουρέστι είναι 500€ τον μήνα, αλλά με δεδομένο ότι η ανεργία είναι κάτω του 2%, τα διαθέσιμα εισοδήματα είναι σημαντικά. Τα Malls είναι πολλαπλάσια από αυτά στην Ελλάδα, η κατανάλωση έχει ανοδική πορεία και οι Ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις είναι παντού.
Η δεύτερη «χώρα» είναι οι άνθρωποι που ζουν στην ύπαιθρο σε χωριά με κακές συνθήκες διαβίωσης, καλλιεργούν μικρά χωράφια με πρωτόγονα μέσα και επιβιώνουν από τα επιδόματα και τις κρατικές ενισχύσεις.
Η τρίτη «χώρα» είναι τα πέντε εκατομμύρια των Ρουμάνων πολιτών που έχουν μεταναστεύσει στις Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις και στον Καναδά.
Όσοι ξέρουν λένε ότι η δεύτερη μεγαλύτερη ρουμανική πόλη είναι η Μαδρίτη. Πάνω από 600.000 Ρουμάνοι ζουν εκεί.
Μαζεύουν χρήματα και στέλνουν πίσω στις οικογένειες τους, όταν κερδίζουν περισσότερα αμέσως αγοράζουν ακίνητα, έρχονται το καλοκαίρι και τις γιορτές για διακοπές.
Η Ρουμανία σίγουρα δεν αποτελεί παράδεισο. Η πραγματικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό γκρίζα, σε μια χώρα που με βάση τα στατιστικά στοιχεία είναι φτωχή, με χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Όμως κάτι φαίνεται να χαράζει, με την αύξηση του ΑΕΠ και των επενδύσεων, μια ελπίδα αξιοπρεπούς διαβίωσης για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού.
Νάντια Ρεμπή